- σουρρεαλιστικός
- -ή, -ό, Ν [σουρρεαλιστής]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σουρρεαλισμό ή στους σουρρεαλιστές2. μτφ. ιδιότυπος, παράξενος, ιδιότροπος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπερρεαλιστικός — ή, ό, Ν [υπερρεαλιστής] χαρακτηριστικός τού υπερρεαλισμού, σουρρεαλιστικός … Dictionary of Greek